σωζομένων

σωζομένων
σώζω
pres part mp fem gen pl
σώζω
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σῳζομένων — σώζω pres part mp fem gen pl σώζω pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • несъпасающиисѧ — (1*) пр. В роли с. Тот, кто не может получить спасения, избавиться от погибели: Есть ино нѣкако написанье. и iнъ написате(л) его же книгы живы(х) слышиши и книгы несп҃сающи(х)сѧ тамо вси написани буде(м). (οὐ σωζομένων) ГБ XIV, 208г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παλαιογραφία — Επιστήμη η οποία με βάση τα παλιά χειρόγραφα μελετά την εξέλιξη της γραφής. Η π. εμφανίστηκε τον 17o αι. ως κλάδος της διπλωματικής και είχε ως σκοπό την ταξινόμηση των ποικίλλων τύπων γραφής χρονολογικά και μορφολογικά, ώστε να είναι ευχερής ο… …   Dictionary of Greek

  • Γκέρχαρντ, Έντουαρντ — (Edward Gerhard, Πόζναν 1795 – Βερολίνο 1867). Γερμανός αρχαιολόγος. Μελετητής της αρχαίας ιστορίας, λογοτεχνίας και τέχνης, ασχολήθηκε με τη συλλογή αρχαιοτήτων της Ρώμης και της Νάπολης. Το 1831 η έκθεσή του σχετικά με την καταγωγή των αγγείων… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… …   Dictionary of Greek

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • Πρέσπα — (ή Βρυγηίς). Όνομα 2 λιμνών, της Μεγάλης Π. και της Μικρής Π., που βρίσκονται στο βορειοδυτικό τμήμα της Μακεδονίας, στον νομό Φλώρινας (υψόμ. 850 μ.), και ανήκουν και η Μεγάλη (συνολική επιφάνεια 270 τ. χλμ.) στην Ελλάδα (37 τ. χλμ.), στην πρώην …   Dictionary of Greek

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”